- Ἶρος
- Ἶ̱ρος , Ἶροςan Irusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιρός — ἱρός, ή, όν (Α) ιων. και επικ. τ. τού ιερός* … Dictionary of Greek
Ίρος — (I) Ἶρος, ὁ (Α) 1. ο Ιθακήσιος επαίτης Αρναίος, που ονομάστηκε έτσι από τους μνηστήρες ως αγγελιαφόρος 2. (ως προσηγορικό) επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἶρις, όνομα τής αγγελιαφόρου τών θεών] … Dictionary of Greek
ίρος — (II) ἶρος (Α) αιολ. τ. τού ιερός* … Dictionary of Greek
ἱρός — ἱερός filled with masc nom sg (epic ionic) ἱρός filled with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρ' — ἱρά , ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱρέ , ἱερός filled with masc voc sg (epic ionic) ἱραί ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵρ' — ἱρά , ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱρέ , ἱερός filled with masc voc sg (epic ionic) ἱραί ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
ἱρά — ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱρά̱ , ἱερός filled with fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱρός filled with neut nom/voc/acc pl ἱρά̱ , ἱρός filled with fem … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Истра — название нескольких рек: левого притока Москвы, правого притока Вори ([бывш.] Калужск. губ.). Тождественно лит. Įsrà, Įstrà – левый приток Преголи, откуда Инстербург [ныне Черняховск], лтш. Īstra; см. Буга, RS 6, 9 и сл.; Фасмер, Sitzber.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера